ύαλος

ύαλος
[малое] ουσ. Θ. стекло,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ύαλος" в других словарях:

  • ὕαλος — some kind of crystalline stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — η βλ. γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαντουρινοειδής ύαλος — Γυαλί που περιέχει ψήγματα χαλκού, ορατά με γυμνό μάτι. H χημική του σύσταση είναι: 41% SiO2, 9% Κ2O, 45% PbO, 5% CuO. Ονομάζεται και τεχνητός αβαντουρίνης …   Dictionary of Greek

  • ὑάλοιο — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλοις — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλου — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλων — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλῳ — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑέλοιο — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg (epic) ὕελος some kind of crystalline stone fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑέλοις — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat pl ὕελος some kind of crystalline stone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»